κορμοράνος

κορμοράνος
ο
ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Phalacrocorax carbo τής οικογένειας phalacrocoracidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cormoran, τού οποίου το α' συνθετικό cor- ανάγεται στο λατ. corvus «κοράκι» και το β' -moran στο λατ. επίθ. marinus «θαλάσσιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορμοράνος ή φαλακροκόρακας — Κοινή ονομασία των πελεκανομόρφων πτηνών της οικογένειας των φαλακροκορακίδων (phalacrocoracidae), η οποία περιλαμβάνει ένα μοναδικό γένος, τον Phalacrocorax, με συνολικά 33 είδη. Πρόκειται για αποικιακά πτηνά, που τρέφονται αποκλειστικά με ψάρια …   Dictionary of Greek

  • φαλακροκορακίδες — (Phalacrocoracidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των πελεκανόμορφων ή στεγανόποδων. Αριθμεί γύρω στα 30 είδη, γνωστά κυρίως με την κοινή ονομασία κορμοράνοι. Στις ελληνικές περιοχές ζουν τρία είδη, ο φαλακροκόρακας ο άνθρακας (αλλιώς κορμοράνος …   Dictionary of Greek

  • Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”